- φαντασιαστικον
- φαντασιαστικόνφαντᾰσιαστικόντό фантазия, воображение Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φαντασιαστικόν — φαντασιαστικός receptive of impressions masc acc sg φαντασιαστικός receptive of impressions neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)